Εφιαλτική επέτειος η 23η Απριλίου
Εάν οι Έλληνες υποψιάζονταν έστω και τα μισά από αυτά που θα συνέβαιναν τα τρία τελευταία χρόνια και αμέσως μετά την ένταξη της χώρας στο μνημόνιο – έγινε 23η Απριλίου 2010- δεν είναι καθόλου
βέβαιο ότι ο Γιώργος Παπανδρέου θα κατάφερνε να επέστρεφε από το Καστελόριζο, απ’ όπου επέλεξε να ανακοινώσει την πιο καταστροφική, ίσως, πολιτική απόφαση των τελευταίων δεκαετιών.
Την κυβερνητική απόφαση, για συμφωνία με την τρόικα, ώστε να ενταχθεί η Ελλάδα στο λεγόμενο μηχανισμό στήριξης, που θα της επέτρεπε την ομαλή δανειοδότηση, αλλά με επαχθείς όρους και δραματικές συνέπειες.
Είναι δε πολύ πιθανό να μην υποψιάζονταν ούτε ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου πού ακριβώς οδηγούσε τη χώρα και πόσο θα του κόστιζε και του ίδιου η μοιραία εκείνη απόφαση. Ανικανότητα ή επιλογή; Εξ ανάγκης απόφαση ή συνειδητή πολιτική κίνηση; Απλή και άδολη αφέλεια ή σχεδιασμένη πρωτοβουλία; Οι απαντήσεις ποικίλουν, αλλά σχεδόν όλοι συμφωνούν, ειδικά τρία χρόνια μετά: Ήταν ένα καθοριστικό λάθος, μία πορεία σε ένα μεγάλο τούνελ, ένας δρόμος με μεγάλο κοινωνικό, οικονομικό, εθνικό και πολιτικό κόστος. Η ελληνική κοινωνία είναι αγνώριστη τρία χρόνια μετά και η οικονομία δεν έχει ακόμη παρουσιάσει σημάδια ανάκαμψης.
Μοιάζει σαν να έχει περάσει αιώνας, αλλά ακόμη δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τι ακριβώς έκρυβε εκείνο το ύφος του κ. Παπανδρέου, αλλά και το όλο σκηνικό, που επιλέχθηκε για να γίνει η μοιραία ανακοίνωση. Συμβόλιζε όντως κάτι η επιλογή του Καστελόριζου ή απλά ήταν μία ανοιξιάτικη επιθυμία του τότε πρωθυπουργού να βρεθεί σε ένα ήρεμο νησί του Αιγαίου για ένα ευχάριστο διήμερο;
Ουδείς, ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να καταλάβει τι προσπαθούσε να πει ο κ. Παπανδρέου με το διάγγελμα, που έμελε να αλλάξει το ρου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ήταν ένα διάγγελμα με γλυκόπικρη γεύση, αδιόρατη ερμηνεία των πραγμάτων και διφορούμενες έννοιες. Εκ των υστέρων προκαλεί μόνο αρνητικά συναισθήματα, που κυμαίνονται από απογοήτευση και οργή, έως έκπληξη για το πόσο εύκολα επιστρατεύουν οι πολιτικοί βαρύγδουπες εκφράσεις, πόσο ελαφριά δίνουν υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και πόσο εμπορεύονται φρούδες ελπίδες.
Έλεγε τότε ο κ. Παπανδρέου ότι «σήμερα, η κατάσταση στις αγορές απειλεί να αποδομήσει, όχι μόνο τις θυσίες του ελληνικού λαού, αλλά και την ομαλή πορεία της οικονομίας. Και κινδυνεύει να χαθεί η προσπάθεια που καταβάλλουν οι Έλληνες από τα ακόμη μεγαλύτερα επιτόκια δανεισμού και ακόμη χειρότερα από τη δυσκολία δανεισμού. Δεν θα το επιτρέψουμε. Ήρθε η στιγμή, το χρόνο που δεν μας δίνουν οι αγορές, αυτόν το χρόνο να μας τον δώσει η απόφαση που πήραμε όλοι μαζί οι ηγέτες των χωρών της Ευρώπης, για να στηριχθεί η Ελλάδα».
Κατά τον τότε πρωθυπουργό ήταν «ανάγκη εθνική και επιτακτική, να ζητήσουμε επισήμως από τους εταίρους μας την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης, που από κοινού δημιουργήσαμε στην ΕΕ. Έχω ήδη δώσει εντολή στον υπουργό Οικονομικών να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες. Και οι εταίροι μας θα συνδράμουν άμεσα και αποφασιστικά, ώστε να παράσχουν στην Ελλάδα το απάνεμο λιμάνι που θα μας επιτρέψει να ξαναχτίσουμε το σκάφος μας με γερά και αξιόπιστα υλικά. Άλλα και να στείλουν και ένα ισχυρό μήνυμα στις αγορές, ότι η ΕΕ δεν παίζει και προστατεύει το κοινό μας συμφέρον και το κοινό μας νόμισμα».
Φρόντισε δε να ρίξει όλα τα βάρη στις παρελθούσες κυβερνήσεις, λέγοντας: «Ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για το πραγματικό μέγεθος του ελλείμματος του 2009. Θύμισαν σε όλους μας τα ακατανόητα λάθη, τις παραλείψεις, τις εγκληματικές επιλογές και την καταιγίδα των προβλημάτων που μας κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Όλοι μας κληρονομήσαμε -η σημερινή κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός- ένα σκάφος έτοιμο να βυθιστεί. Από την πρώτη μέρα σηκώσαμε τα μανίκια και με σκληρή δουλειά βαλθήκαμε να ανατρέψουμε αυτό το αρνητικό κλίμα. Καταστρώσαμε σχέδιο, πήραμε δύσκολα μέτρα, που πολλές φορές πόνεσαν, αλλά ανακτήσαμε την αξιοπιστία μας».
Και προσπάθησε στο τέλος να δώσει ελπίδες: «Δημιουργήσαμε νέες συμμαχίες. Μετά από έναν πραγματικό μαραθώνιο, διεκδικήσαμε και καταφέραμε να οδηγηθούμε σε μια ισχυρή απόφαση της ΕΕ για την στήριξη της χώρας μας, με ένα πρωτόγνωρο, για την ιστορία και τα δεδομένα της ΕΕ, μηχανισμό. Και εμείς και οι εταίροι μας στην ΕΕ, ελπίζαμε ότι αυτή η απόφαση θα αρκούσε για να ηρεμήσει και να συνετίσει τις αγορές, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη χρηματοδότηση της χώρας μας με χαμηλότερα επιτόκια. Να υπάρξει, δηλαδή, η απαραίτητη νηνεμία, ώστε να αφιερωθούμε στο έργο μας, στις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η χώρα, για να κάνουμε την οικονομία μας βιώσιμη, ανταγωνιστική. Οι αγορές δεν ανταποκρίθηκαν. Είτε γιατί δεν πίστεψαν στη βούληση της ΕΕ είτε γιατί κάποιοι αποφάσισαν να συνεχίσουν την κερδοσκοπία».
Ίσως θα προσέξει κανείς ότι μεγάλα κομμάτια του διαγγέλματος αυτού τα ακούμε ακόμα και σήμερα, αλλά αυτό θα απασχολήσει κάποιο άλλο αφιέρωμα τα επόμενα χρόνια.
Μία άλλη – χειρότερη – Ελλάδα
Η τριετία του μνημονίου τελικά άλλαξε τα πάντα – τα περισσότερα σίγουρα όχι προς το καλύτερο. Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις; Παρέτεινε για μία τριετία τουλάχιστον την ύφεση στην ελληνική οικονομία, οδήγησε σε μαρασμό την αγορά και εκτίναξε την ανεργία στο 26%! Μείωσε τους μισθούς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ίσως και περισσότερο από 25% μεσοσταθμικά, κατήργησε διαχρονικές πρόνοιες για τις εργασιακές σχέσεις, περιόρισε τον δημόσιο τομέα. Διέλυσε την κοινωνική συνοχή, προκάλεσε μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις και δοκίμασε πολλές φορές τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, μεταφέρονταν εξ αντικειμένου μέρος της εξουσίας από την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο στους δανειστές, που υπαγορεύουν σημαντικές πολιτικές.
Στο πολιτικό τοπίο γκρέμισε τον παραδοσιακό δικομματισμό, «έκαψε» πολιτικές οικογένειες, οδήγησε στον αφανισμό σχεδόν όλη την μεταπολιτευτική τάξη πολιτικών – ορισμένους επιφανείς εκπροσώπους της μάλιστα ακόμη και στις αίθουσες των δικαστηρίων ή στα ανακριτικά γραφεία – και άλλαξε ριζικά το συσχετισμό δυνάμεων. Ο διαχωρισμός μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα και έφερε από τη μια μεριά την τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας και από την άλλα τον ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πώς φτάσαμε στην 23η Απριλίου
Το χάος στην ελληνική οικονομία πιστοποιήθηκε με την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή τον Σεπτέμβριο του 2009. Οι εκλογές της 2ας Οκτωβρίου, ανέδειξαν νικητή το ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση του οποίου δεν κατάφερε, για διάφορους λόγους, να αντιμετωπίσει την κατάσταση – ίσως και να την επιδείνωσε, σύμφωνα με πολλές απόψεις – με αποτέλεσμα στις αρχές του 2010 η Ελλάδα να βγει εκτός αγορών, να έχει πλήρη αδυναμία πρόσβασης σε δανειοδότηση, με ορατό τον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Παρά κάποια επώδυνα μέτρα που έλαβε στις αρχές του 2010 η κυβέρνηση, όπως μείωση μισθών στο δημόσιο, οι αγορές δεν πείστηκαν.
Τον Μάρτιο του 2010 αποφασίστηκε από τους ευρωπαίους ηγέτες η δημιουργία ενός «μηχανισμού στήριξης», τον οποίο αποτελούσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ, μέσω του οποίου θα μπορούσαν να δανειοδοτηθούν χώρες με πρόβλημα, υπό την προϋπόθεση ότι θα δεσμεύονταν με συγκεκριμένους όρους και θα υιοθετούσαν συγκεκριμένες πολιτικές για την οικονομία τους, το λεγόμενο μνημόνιο.
Παρά τους αρχικούς λεονταρισμούς της κυβέρνησης Παπανδρέου και με κλειστές τις κάνουλες των αγορών, αλλά και μάλλον χωρίς καμία διαπραγμάτευση επί των όρων, ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε, από το Καστελόριζο, την ένταξη της χώρας στο μηχανισμό – ήταν 23 Απριλίου 2010.
Στις 3 Μαΐου η Ελλάδα αιτήθηκε 80δις ευρώ από τις υπόλοιπες 15 χώρες του Ευρώ και 30 δις ευρώ από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στις 8 Μαΐου εγκρίθηκε το δάνειο μαμούθ, που συνοδεύονταν από λεόντειους όρους, με τη μορφή μνημονίου. Την τήρηση της συμφωνίας ανέλαβε εκ μέρους των δανειστών, η «τρόικα», δηλαδή εκπρόσωποι της Κομισιόν, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ.
Τα πρώτα μέτρα του πρώτου μνημονίου ανακοινώθηκαν στις 2 Μαΐου και περιλάμβαναν μεταξύ άλλων μειώσεις μισθών και επιδομάτων στο δημόσιο, αύξηση του ΦΠΑ και σε άλλους φόρους, αύξηση στις αντικειμενικές αξίες και αλλαγές στα εργασιακά, αλλά και στο συνταξιοδοτικό.
Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ποτέ, ενώ ο κύκλος ήταν φαύλος: Η ύφεση στην οικονομία μεγάλωνε, οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν μπορούσαν να επιτευχθούν, αυτό έφερνε νέα μέτρα, ενώ οι κοινωνικές αντιδράσεις φούντωναν και το πολιτικό σύστημα κατέρρεε.
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο τον Οκτώβριο του 2011, όταν η αποφασίστηκε το κούρεμα του ελληνικού χρέους με τη συμμετοχή των ιδιωτών και την ανάληψη επαχθών υποχρεώσεων από την ελληνική κυβέρνηση. Ο Γιώργος Παπανδρέου θέλησε να βάλει σε δημοψήφισμα τη συμφωνία. Η καθολική αντίδραση εντός και εκτός Ελλάδας τον οδήγησε στην παραίτηση από την πρωθυπουργία, ενώ συγκροτήθηκε μεταβατική κυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο και τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, με τον ΛΑΟΣ να συμμετέχει αρχικά, αλλά να αποχωρεί στη συνέχεια.
Η κυβέρνηση αυτή διεκπεραίωσε το κούρεμα (PSI), υπέγραψε ένα ακόμη επαχθέστερο τρίτο μνημόνιο και οδήγησε τη χώρα στις εκλογές του 2012, από τις οποίες προέκυψε το σημερινό πολιτικό σκηνικό.
πηγή protothema.gr/
βέβαιο ότι ο Γιώργος Παπανδρέου θα κατάφερνε να επέστρεφε από το Καστελόριζο, απ’ όπου επέλεξε να ανακοινώσει την πιο καταστροφική, ίσως, πολιτική απόφαση των τελευταίων δεκαετιών.
Την κυβερνητική απόφαση, για συμφωνία με την τρόικα, ώστε να ενταχθεί η Ελλάδα στο λεγόμενο μηχανισμό στήριξης, που θα της επέτρεπε την ομαλή δανειοδότηση, αλλά με επαχθείς όρους και δραματικές συνέπειες.
Είναι δε πολύ πιθανό να μην υποψιάζονταν ούτε ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου πού ακριβώς οδηγούσε τη χώρα και πόσο θα του κόστιζε και του ίδιου η μοιραία εκείνη απόφαση. Ανικανότητα ή επιλογή; Εξ ανάγκης απόφαση ή συνειδητή πολιτική κίνηση; Απλή και άδολη αφέλεια ή σχεδιασμένη πρωτοβουλία; Οι απαντήσεις ποικίλουν, αλλά σχεδόν όλοι συμφωνούν, ειδικά τρία χρόνια μετά: Ήταν ένα καθοριστικό λάθος, μία πορεία σε ένα μεγάλο τούνελ, ένας δρόμος με μεγάλο κοινωνικό, οικονομικό, εθνικό και πολιτικό κόστος. Η ελληνική κοινωνία είναι αγνώριστη τρία χρόνια μετά και η οικονομία δεν έχει ακόμη παρουσιάσει σημάδια ανάκαμψης.
Μοιάζει σαν να έχει περάσει αιώνας, αλλά ακόμη δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τι ακριβώς έκρυβε εκείνο το ύφος του κ. Παπανδρέου, αλλά και το όλο σκηνικό, που επιλέχθηκε για να γίνει η μοιραία ανακοίνωση. Συμβόλιζε όντως κάτι η επιλογή του Καστελόριζου ή απλά ήταν μία ανοιξιάτικη επιθυμία του τότε πρωθυπουργού να βρεθεί σε ένα ήρεμο νησί του Αιγαίου για ένα ευχάριστο διήμερο;
Ουδείς, ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να καταλάβει τι προσπαθούσε να πει ο κ. Παπανδρέου με το διάγγελμα, που έμελε να αλλάξει το ρου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ήταν ένα διάγγελμα με γλυκόπικρη γεύση, αδιόρατη ερμηνεία των πραγμάτων και διφορούμενες έννοιες. Εκ των υστέρων προκαλεί μόνο αρνητικά συναισθήματα, που κυμαίνονται από απογοήτευση και οργή, έως έκπληξη για το πόσο εύκολα επιστρατεύουν οι πολιτικοί βαρύγδουπες εκφράσεις, πόσο ελαφριά δίνουν υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και πόσο εμπορεύονται φρούδες ελπίδες.
Έλεγε τότε ο κ. Παπανδρέου ότι «σήμερα, η κατάσταση στις αγορές απειλεί να αποδομήσει, όχι μόνο τις θυσίες του ελληνικού λαού, αλλά και την ομαλή πορεία της οικονομίας. Και κινδυνεύει να χαθεί η προσπάθεια που καταβάλλουν οι Έλληνες από τα ακόμη μεγαλύτερα επιτόκια δανεισμού και ακόμη χειρότερα από τη δυσκολία δανεισμού. Δεν θα το επιτρέψουμε. Ήρθε η στιγμή, το χρόνο που δεν μας δίνουν οι αγορές, αυτόν το χρόνο να μας τον δώσει η απόφαση που πήραμε όλοι μαζί οι ηγέτες των χωρών της Ευρώπης, για να στηριχθεί η Ελλάδα».
Κατά τον τότε πρωθυπουργό ήταν «ανάγκη εθνική και επιτακτική, να ζητήσουμε επισήμως από τους εταίρους μας την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης, που από κοινού δημιουργήσαμε στην ΕΕ. Έχω ήδη δώσει εντολή στον υπουργό Οικονομικών να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες. Και οι εταίροι μας θα συνδράμουν άμεσα και αποφασιστικά, ώστε να παράσχουν στην Ελλάδα το απάνεμο λιμάνι που θα μας επιτρέψει να ξαναχτίσουμε το σκάφος μας με γερά και αξιόπιστα υλικά. Άλλα και να στείλουν και ένα ισχυρό μήνυμα στις αγορές, ότι η ΕΕ δεν παίζει και προστατεύει το κοινό μας συμφέρον και το κοινό μας νόμισμα».
Φρόντισε δε να ρίξει όλα τα βάρη στις παρελθούσες κυβερνήσεις, λέγοντας: «Ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για το πραγματικό μέγεθος του ελλείμματος του 2009. Θύμισαν σε όλους μας τα ακατανόητα λάθη, τις παραλείψεις, τις εγκληματικές επιλογές και την καταιγίδα των προβλημάτων που μας κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Όλοι μας κληρονομήσαμε -η σημερινή κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός- ένα σκάφος έτοιμο να βυθιστεί. Από την πρώτη μέρα σηκώσαμε τα μανίκια και με σκληρή δουλειά βαλθήκαμε να ανατρέψουμε αυτό το αρνητικό κλίμα. Καταστρώσαμε σχέδιο, πήραμε δύσκολα μέτρα, που πολλές φορές πόνεσαν, αλλά ανακτήσαμε την αξιοπιστία μας».
Και προσπάθησε στο τέλος να δώσει ελπίδες: «Δημιουργήσαμε νέες συμμαχίες. Μετά από έναν πραγματικό μαραθώνιο, διεκδικήσαμε και καταφέραμε να οδηγηθούμε σε μια ισχυρή απόφαση της ΕΕ για την στήριξη της χώρας μας, με ένα πρωτόγνωρο, για την ιστορία και τα δεδομένα της ΕΕ, μηχανισμό. Και εμείς και οι εταίροι μας στην ΕΕ, ελπίζαμε ότι αυτή η απόφαση θα αρκούσε για να ηρεμήσει και να συνετίσει τις αγορές, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη χρηματοδότηση της χώρας μας με χαμηλότερα επιτόκια. Να υπάρξει, δηλαδή, η απαραίτητη νηνεμία, ώστε να αφιερωθούμε στο έργο μας, στις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η χώρα, για να κάνουμε την οικονομία μας βιώσιμη, ανταγωνιστική. Οι αγορές δεν ανταποκρίθηκαν. Είτε γιατί δεν πίστεψαν στη βούληση της ΕΕ είτε γιατί κάποιοι αποφάσισαν να συνεχίσουν την κερδοσκοπία».
Ίσως θα προσέξει κανείς ότι μεγάλα κομμάτια του διαγγέλματος αυτού τα ακούμε ακόμα και σήμερα, αλλά αυτό θα απασχολήσει κάποιο άλλο αφιέρωμα τα επόμενα χρόνια.
Μία άλλη – χειρότερη – Ελλάδα
Η τριετία του μνημονίου τελικά άλλαξε τα πάντα – τα περισσότερα σίγουρα όχι προς το καλύτερο. Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις; Παρέτεινε για μία τριετία τουλάχιστον την ύφεση στην ελληνική οικονομία, οδήγησε σε μαρασμό την αγορά και εκτίναξε την ανεργία στο 26%! Μείωσε τους μισθούς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ίσως και περισσότερο από 25% μεσοσταθμικά, κατήργησε διαχρονικές πρόνοιες για τις εργασιακές σχέσεις, περιόρισε τον δημόσιο τομέα. Διέλυσε την κοινωνική συνοχή, προκάλεσε μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις και δοκίμασε πολλές φορές τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, μεταφέρονταν εξ αντικειμένου μέρος της εξουσίας από την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο στους δανειστές, που υπαγορεύουν σημαντικές πολιτικές.
Στο πολιτικό τοπίο γκρέμισε τον παραδοσιακό δικομματισμό, «έκαψε» πολιτικές οικογένειες, οδήγησε στον αφανισμό σχεδόν όλη την μεταπολιτευτική τάξη πολιτικών – ορισμένους επιφανείς εκπροσώπους της μάλιστα ακόμη και στις αίθουσες των δικαστηρίων ή στα ανακριτικά γραφεία – και άλλαξε ριζικά το συσχετισμό δυνάμεων. Ο διαχωρισμός μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα και έφερε από τη μια μεριά την τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας και από την άλλα τον ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πώς φτάσαμε στην 23η Απριλίου
Το χάος στην ελληνική οικονομία πιστοποιήθηκε με την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή τον Σεπτέμβριο του 2009. Οι εκλογές της 2ας Οκτωβρίου, ανέδειξαν νικητή το ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση του οποίου δεν κατάφερε, για διάφορους λόγους, να αντιμετωπίσει την κατάσταση – ίσως και να την επιδείνωσε, σύμφωνα με πολλές απόψεις – με αποτέλεσμα στις αρχές του 2010 η Ελλάδα να βγει εκτός αγορών, να έχει πλήρη αδυναμία πρόσβασης σε δανειοδότηση, με ορατό τον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Παρά κάποια επώδυνα μέτρα που έλαβε στις αρχές του 2010 η κυβέρνηση, όπως μείωση μισθών στο δημόσιο, οι αγορές δεν πείστηκαν.
Τον Μάρτιο του 2010 αποφασίστηκε από τους ευρωπαίους ηγέτες η δημιουργία ενός «μηχανισμού στήριξης», τον οποίο αποτελούσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ, μέσω του οποίου θα μπορούσαν να δανειοδοτηθούν χώρες με πρόβλημα, υπό την προϋπόθεση ότι θα δεσμεύονταν με συγκεκριμένους όρους και θα υιοθετούσαν συγκεκριμένες πολιτικές για την οικονομία τους, το λεγόμενο μνημόνιο.
Παρά τους αρχικούς λεονταρισμούς της κυβέρνησης Παπανδρέου και με κλειστές τις κάνουλες των αγορών, αλλά και μάλλον χωρίς καμία διαπραγμάτευση επί των όρων, ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε, από το Καστελόριζο, την ένταξη της χώρας στο μηχανισμό – ήταν 23 Απριλίου 2010.
Στις 3 Μαΐου η Ελλάδα αιτήθηκε 80δις ευρώ από τις υπόλοιπες 15 χώρες του Ευρώ και 30 δις ευρώ από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στις 8 Μαΐου εγκρίθηκε το δάνειο μαμούθ, που συνοδεύονταν από λεόντειους όρους, με τη μορφή μνημονίου. Την τήρηση της συμφωνίας ανέλαβε εκ μέρους των δανειστών, η «τρόικα», δηλαδή εκπρόσωποι της Κομισιόν, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ.
Τα πρώτα μέτρα του πρώτου μνημονίου ανακοινώθηκαν στις 2 Μαΐου και περιλάμβαναν μεταξύ άλλων μειώσεις μισθών και επιδομάτων στο δημόσιο, αύξηση του ΦΠΑ και σε άλλους φόρους, αύξηση στις αντικειμενικές αξίες και αλλαγές στα εργασιακά, αλλά και στο συνταξιοδοτικό.
Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ποτέ, ενώ ο κύκλος ήταν φαύλος: Η ύφεση στην οικονομία μεγάλωνε, οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν μπορούσαν να επιτευχθούν, αυτό έφερνε νέα μέτρα, ενώ οι κοινωνικές αντιδράσεις φούντωναν και το πολιτικό σύστημα κατέρρεε.
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο τον Οκτώβριο του 2011, όταν η αποφασίστηκε το κούρεμα του ελληνικού χρέους με τη συμμετοχή των ιδιωτών και την ανάληψη επαχθών υποχρεώσεων από την ελληνική κυβέρνηση. Ο Γιώργος Παπανδρέου θέλησε να βάλει σε δημοψήφισμα τη συμφωνία. Η καθολική αντίδραση εντός και εκτός Ελλάδας τον οδήγησε στην παραίτηση από την πρωθυπουργία, ενώ συγκροτήθηκε μεταβατική κυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο και τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, με τον ΛΑΟΣ να συμμετέχει αρχικά, αλλά να αποχωρεί στη συνέχεια.
Η κυβέρνηση αυτή διεκπεραίωσε το κούρεμα (PSI), υπέγραψε ένα ακόμη επαχθέστερο τρίτο μνημόνιο και οδήγησε τη χώρα στις εκλογές του 2012, από τις οποίες προέκυψε το σημερινό πολιτικό σκηνικό.
πηγή protothema.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου