Το ενδιαφέρον για νέες εναλλακτικές καλλιέργειες, με σκοπό την παραγωγή προϊόντων που έχουν ζήτηση, όχι μόνο στην εγχώρια αλλά και στη διεθνή αγορά, γίνεται ολοένα και πιο έντονο. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως αυτές του βαμβακιού ή της πατάτας, που πλέον
είναι χαμηλές σε ανταγωνιστικότητα, η στέβια κερδίζει συνεχώς έδαφος. Ήδη στην Ελλάδα μετράμε 53 στρέμματα βιολογικής καλλιέργειας στέβιας και άλλα 700 περίπου συμβατικής, με την ζήτηση για το νέο «αντικατάστατο» της ζάχαρης να βαίνει τα τελευταία χρόνια διαρκώς αυξανόμενη.
Ενδεικτικό του μεγάλου ενδιαφέροντος που σημειώνεται σήμερα για την πολλά υποσχόμενη αγορά της στέβιας αποτελεί η διοργάνωση του «1ου Διεθνούς Συνεδρίου για την Ελληνική Στέβια», που πραγματοποιείται στο Βόλο το τριήμερο 1-3 Μαρτίου, από την Ελληνική Ένωση Στέβιας και το Επιμελητήριο Μαγνησίας.
Ενάμιση χρόνο μετά την αδειοδότηση των γλυκοζιτών της στέβιας για χρήση στα τρόφιμα (το Νοέμβριο του 2011), η στιγμή για την πραγματοποίηση του πρώτου συνεδρίου θεωρείται πλέον κατάλληλη, ενώ ο Βόλος επιλέχτηκε καθώς εκεί έχουν αναπτυχθεί ήδη καλλιέργειες. Σύμφωνα με τους διοργανωτές, στην απόφαση για τη διεξαγωγή του συνεδρίου συνέβαλε το γεγονός ότι πολλές εταιρείες έχουν εισάγει τρόφιμα με χρήση γλυκαντικού από στέβια στην αγορά και πως το ενδιαφέρον του κόσμου είναι πολύ μεγάλο.
Η «νέα ζάχαρη» έχει κατακτήσει ήδη μεγάλο ποσοστό τη βιομηχανίας τροφίμων και οι προβλέψεις είναι σήμερα κάτι παραπάνω από αισιόδοξες. Τα επόμενα χρόνια, η στέβια εκτιμάται ότι θα καλλιεργείται σε 8 εκατ. στρέμματα παγκοσμίως για να καλύψει τη διεθνή κατανάλωσή της. Αξίζει να σημειωθεί ότι προηγμένες χώρες, όπως η Ιαπωνία, παρουσιάζει διείσδυση στην αγορά μεγαλύτερη του 40%, έχοντας αντικαταστήσει πλήρως τη ζάχαρη και άλλα τεχνητά γλυκαντικά. Πλέον η χρήση της στέβιας έχει διαδοθεί και χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα διατροφής ή τρόφιμο από πολυάριθμες χώρες, όπως η Κίνα, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ρωσία, το Ισραήλ, η Ελβετία, η Γαλλία, αλλά και στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.
Τι κάνει όμως την καλλιέργεια της στέβιας ιδιαίτερη σε σχέση με άλλα προϊόντα; Η αγορά της στέβιας είναι οδηγούμενη περισσότερο από την προσφορά και όχι από την ζήτηση, η οποία έτσι και αλλιώς είναι μεγάλη. Δηλαδή οι περιορισμένης ποσότητας γλυκοζίτες που παράγονται από τα λιγοστά εργοστάσια σε όλο τον κόσμο, διατίθενται, όπως λένε οι διοργανωτές, όπου και σε όποιον αποκτήσει πρόσβαση στην πηγή διάθεσης.
Η στέβια είναι μια από τις λίγες συμβολαιακές καλλιέργειες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα. Η Ελλάδα ειδικότερα θεωρείται «προνομιούχος» χώρα για την εν λόγω καλλιέργεια, αφού η φωτοπερίοδος ευνοεί την ανάπτυξη του φυτού, δίνοντας εξαιρετικά μεγάλες παραγωγές σε σχέση με άλλες χώρες, όπου το φυτό έχει το μισό ή και λιγότερο τελικό ύψος πριν την περίοδο της κοπής.
Η καλλιέργεια και τα οικονομικά στοιχεία της στέβιας
Η στέβια σαν ετήσια καλλιέργεια είναι κερδοφόρα, ακόμη περισσότερο όμως σαν πολυετής καλλιέργεια. Η πρώτη χρονιά της καλλιέργειας θα φέρει τον αγρότη στο νεκρό σημείο αφού περιέχει την αγορά του σπορόφυτου, αλλά από τη δεύτερη και μετά χρονιά η πώληση των φύλλων είναι κερδοφόρα αφήνοντας μακράν οποιαδήποτε άλλη καλλιέργεια σε άξονα 5ετίας που ζει και παράγει η ρίζα. Από τη δε τρίτη χρονιά έχουμε το μέγιστο της παραγωγικότητας.
Τα οικονομικά αποτελέσματα της ετήσιας καλλιέργειας της στέβιας, με βάση διεθνή στοιχεία (σε περίπτωση παραγωγής των σποροφύτων από τον αγρότη) είναι:
Το κόστος παραγωγής κυμαίνεται στα 400- 500 € / στρέμμα
Η μέση στρεμματική απόδοση σε ξερά φύλλα κυμαίνεται γύρω στα 200-400 κιλά / στρέμμα, που εξαρτάται από το γενετικό δυναμικό κάθε ποικιλίας, από τις εδαφοκλιματικές συνθήκες και επίσης από τις καλλιεργητικές φροντίδες. Σε πειράματα που έχουν γίνει στην Ελλάδα διαπιστώθηκε ότι η απόδοση σε ξηρά φύλλα μπορεί να φτάσει και τα 500 κιλά/στρ.
Το ακαθάριστο γεωργικό Εισόδημα κατά στρέμμα κυμαίνεται στα 300 - 700 ευρώ, ανάλογα με τις στρεμματικές αποδόσεις και ανάλογα με την τιμή πώλησης των ξηρών φύλλων της Στέβιας.
Το σημείο ισορροπίας κόστους παραγωγής και γεωργικού εισοδήματος κυμαίνεται στα 200 - 250 κιλά/ στρέμμα.
Το καθαρό κέρδος ανά στρέμμα κυμαίνεται από 150 - 250 ευρώ, ανάλογα με την στρεμματική απόδοση και ανάλογα με την τιμή πωλήσεως των ξηρών φύλλων της στέβιας , η οποία σήμερα κυμαίνεται από 1- 1,5 ευρώ/ κιλό. Δηλαδή το καθαρό κέρδος θα ανέρχεται περίπου στο 50% του ετήσιου κόστους (δηλαδή απόδοση κεφαλαίου 50%).
Αυτό το καθαρό ετήσιο κέρδος από την καλλιέργεια της στέβιας ξεπερνά ακόμη και το Ακαθάριστο Γεωργικό Εισόδημα άλλων ανταγωνιστικών καλλιεργειών (όπως του βαμβακιού, των ζαχαροτεύτλων κ.λπ.).
Όπως επισημαίνουν οι διοργανωτές, η τεχνολογία μεταποίησης της στέβιας είναι σχεδόν ίδια με αυτή της μεταποίησης των ζαχαρότευτλων για παραγωγή τευτλοζάχαρης. Η λειτουργία ενός εργοστασίου μεταποίησης στέβιας στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμβάλει ιδιαίτερα στην επέκταση της καλλιέργειας και ταυτόχρονα θα δημιουργούσε πολλές θέσεις απασχόλησης, συμβάλλοντας στη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας. Προς το παρόν δεν υπάρχουν εργοστάσια στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, αλλά μία τέτοια επένδυση θεωρείται σήμερα πολύ κερδοφόρα, δεδομένου ότι σήμερα η βιομηχανική μεταποίηση της στέβιας είναι ένας ραγδαία αναπτυσσόμενος κλάδος.
Στο συνέδριο θα συμμετάσχουν εταιρείες, που ήδη δραστηριοποιούνται με έτοιμα προϊόντα στέβιας, επιστήμονες που θα παρουσιάσουν τις σχετικές τους εργασίες, επαγγελματικοί φορείς και κλαδικές ενώσεις από την Ελλάδα και το εξωτερικό, βιομηχανίες παραγωγής στέβιας και άλλοι ξένοι προσκεκλημένοι, μέσω των οποίων θα επιδιωχθεί η σύναψη διεθνών επιχειρηματικών συμφωνιών. Το 1ο Διεθνές Συνέδριο για την ελληνική στέβια τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Τουρισμού, της Περιφέρειας, καθώς και του γεωπονικού πανεπιστημίου Βουλγαρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου