Pages

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Το δρώμενο «Γενίτσαροι και Μπούλες»

Αν και η Νάουσα ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα στην σημερινή της τοποθεσία, οι κάτοικοι της νέας πόλης
που προήλθαν από τις γύρω ορεινές περιοχές, όπου είχαν καταφύγει μετά την καταστροφή της Μίεζας και άλλων ίσως πόλεων, κράτησαν κάποια έθιμα από την αρχαιότητα. Διάφορες γιορτές γινόταν τότε για την υποδοχή της Άνοιξης και προς τιμή του θεού του κρασιού και του γλεντιού Διόνυσου. Τα έθιμα αυτά μετά τον εκχριστιανισμό των κατοίκων διαδραματίζονταν την εποχή της Αποκριάς. Αυτά είναι η απαρχή του εθίμου των Γενιτσάρων και της Μπούλας, το οποίο πήρε την τελική μορφή και την ονομασία του την εποχή της Τουρκοκρατίας, οπότε συνδέθηκε έμμεσα με τους Εθνικούς μας αγώνες κατά των Τούρκων και έφτασε ως κλεφταρματολικό έθιμο μέχρι τις μέρες μας.
Παρ' όλο που η περίοδος της Αποκριάς διακατέχεται από μία ελευθερία έκφρασης, το συγκεκριμένο δρώμενο που είναι απόλυτα ανδροκρατούμενο, έχει αυστηρή τελετουργία όσο αφορά την ενδυμασία και την τέλεσή του. Έχει συγκεκριμένους χορούς και πατινάδες για κάθε γειτονιά. Το δρομολόγιο είναι καθορισμένο και ακολουθείται πιστά από τα μπουλούκια των Γενιτσάρων.
Έφτασε στην μεγαλύτερη ακμή του στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και συνεχίζεται ανόθευτο μέχρι σήμερα από τους χορευτές του Ομίλου μας.

Προετοιμασία
Η προετοιμασία του εθίμου αρχίζει φυσικά πολύ πριν από την Αποκριά. Παλιότερα, το πρώτο ντύσιμο, ξεκινούσε το Σάββατο βράδυ, παραμονή της Αποκριάς, Οι παλιοί Γιανίτσαροι έντυναν τους νέους. Το ντύσιμο κρατούσε όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί και ήταν πολύ κουραστικό. Μόλις τελείωνε, ερχόταν ένας ειδικός που έδενε στο κεφάλι του νέου το μεγάλο ταράμπουλο ζουνάρι. Το δέσιμο γινόταν πάντα με δύο ντουράδες και μεγάλα αυτιά, που στέκονταν πάντα όρθια μ' ένα κολλαρισμένο τούλι και δένονταν παλιά κατευθείαν στο κεφάλι του χορευτή και αργότερα πάνω σε σκουφί με μαφέσι, για να στερεωθεί και ο πρόσωπος. Αυτό απαιτούσε ειδική τέχνη. Ονομαστοί τεχνίτες ήταν ο Λέμας, ο Μέσκος, ο Πιτσιούνης και ο Στέργιος Νικούσης.

Το μάζεμα
Ο Γιανίτσαρος, ντυμένος από το βράδυ παλαιότερα και από νωρίς το πρωί σήμερα, είναι έτοιμος. Από μακριά ακούγεται ο λυπητερός ήχος του ζουρνά, καθώς συνοδεύεται από το βαρύ χτύπο του νταουλιού, που παίζει το μάσιμο. Πρόκειται για τον Ζαλιστό, ή Προσκύνημα, τη μελωδία ελεύθερου ρυθμικού ρυθμού που παίζουν συνέχεια οι οργανοπαίκτες, μέχρι να ολοκληρωθεί το μάσιμο. Στον ήχο της ο Γιανίτσαρος κινεί τα χέρια και το στήθος του ρυθμικά, ώστε να ακούγονται τα νομίσματα που έχει κρεμασμένα στο στήθος και να συμπληρώνει τη μελωδία του Ζαλιστού. Μόλις το μπουλούκι φτάσει στο σπίτι ο Γιανίτσαρος, τινάζεται δυο-τρεις φορές στο μπαλκόνι του σπιτιού του και, αφού πάρει χέρι τους σπιτικούς του και όλους όσοι βοήθησαν στο ντύσιμό του, πηδά τρεις φορές στα δύο πόδια. Αυτό σημαίνει: «Γεια σας! Φεύγω στο βουνό με τους Γιανιτσαραίους και δε θα με ξαναδείτε.

Φτάνοντας στην εξώπορτα του σπιτιού του κάνει τρεις φορές το σταυρό του και στη συνέχεια χαιρετά όλους όσους ήρθαν να τον πάρουν. Ύστερα, πιασμένοι δυο-δυο κινούν να πάρουν τον άλλο Γιανίτσαρο ή Μπούλα (Νύφη).
Μόλις φτάσουν στο σπίτι της Μπούλας, πρέπει να τη βρουν έτοιμη. Η Μπούλα θα φιλήσει τα χέρια όλων των σπιτικών της και στη συνέχεια όλου του μπουλουκιού, των οργανοπαικτών και όλων όσοι παρευρίσκονται εκεί την ώρα που θα την πάρουν. Όλοι της δίνουν χρήματα, τα οποία παλαιότερα θα γίνονταν μπαρουτόβολα και ζαϊρέδες (τροφές για το ξεχειμώνιασμα) γι' αυτούς που βρίσκονται στο βουνό και πολεμούσαν για τη λευτεριά του Γένους. Πα τους ανυπότακτους κλέφτες Ναουστιανούς και αργότερα για τους Μακεδονομάχους. Αυτός ο έρανος γίνεται από την Μπούλα όλη μέρα. Δώριζαν, παλαιότερα, ακόμα και οι Τούρκοι, χωρίς να γνωρίζουν ότι τα χρήματα που έδιναν θα στρέφονταν σαν σφαίρες εναντίον τους. Οι Μπούλες είναι μια-δυο στο μπουλούκι των Γιανιτσαραίων και αποκαλούνται μεταξύ του συννυφάδες. Αφού βάλουν δυο Γιανίτσαροι μια Μπούλα στη μέση, κινούν και παίρνουν και άλλο Γιανίτσαρο ή Μπούλα μέχρι να ολοκληρωθεί το μάζεμα.

Ο Αρχηγός ορίζεται στην αρχή της συγκρότησης του μπουλουκιού, έχει την ευθύνη για το μάζεμα του μπουλουκιού, κάθεται στο πίσω μέρος πλάι στους οργανοπαίκτες για να δίνει εντολές το τι τραγούδια πρέπει να αποδοθούν και ελέγχει το μπουλούκι. Μπροστά βαδίζουν οι μικροί Γιανίτσαροι, οι οποίοι περίμεναν νωρίτερα στα σπίτια των μεγάλων Γιανιτσάρων κατόπιν οι έφηβοι και πιο πίσω οι παλαιότεροι.

Προσκύνημα στο Δημαρχείο
Αφού τελειώσει το μάζεμα, όλοι μαζί κινούν για το Δημαρχείο, το Κονάκι του Μουντίρη (διοικητή) στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Στο δρόμο, καθώς προχωρούν, τινάζονται και κουνούν τα μεταξωτά μαντίλια τους, που είναι δεμένα με τέχνη στο δεξί τους χέρι. Στις 12 περίπου συγκεντρώνονται στο Δημαρχείο. Εδώ είναι μαζεμένη όλη η Νάουσα. Όλοι περιμένουν να δουν τις Μπούλες. Ο Ζουρνάς θα παίζει το Προσκύνημα μ' ένα πολύ λυπητερό σκοπό και το νταούλι θα χτυπά πολύ βαριά. Οι Γιανίτσαροι, που είναι ζευγάρια, γέρνουν το κορμί τους πίσω και τινάζονται αγέρωχα. Δεν υποτάσσονται με τίποτα στον Οθωμανό δυνάστη, σε αντίθεση με τις Μπούλες που κάνουν τεμενάδες, προσκυνώντας ως το χώμα. Τα μικρά προσπαθούν να μιμηθούν τους μεγάλους.

Παλαιότερα, την ίδια ώρα ανέβαιναν στο Κονάκι ένας-δυο φιλήσυχοι Ναουσαίοι Γιανίτσαροι, οι οποίοι έβγαζαν τον πρόσωπο για να τους δει ο Τούρκος Μουντίρης και να είναι ήσυχος ότι δεν είναι αντάρτες. Ανάμνηση τέτοιων στιγμών είναι και το σημερινό μάζεμα των μπουλουκιών στο Δημαρχείο. Ο Δήμαρχος, ο πρώτος άρχοντας, δίνει την άδεια, και τότε ο σκοπός του ζουρνά θα παίξει το «Ρόιδο», μια πατινάδα (πατώ και άδω), που χορεύεται με τα μαντίλια που οι Γιανίτσαροι έχουν δεμένα στα χέρια τους, πριν ακόμα οι πάλες βγουν από τα θηκάρια. Ακολουθεί το «Ως πότε παλικάρια», με το οποίο βγαίνουν οι βαριές πάλες από τα θηκάρια τους και γυρίζουν στον αέρα, και συνεχίζουν με τον ατομικό χορό «Παπαδιά». Ο τέταρτος χορός είναι η «Μακρινίτσα», ο χορός της Μπούλας, του δεύτερου πρωταγωνιστή της τελετουργίας, η οποία θα τον σύρει κυκλικά, πάντα, έξω από το Δημαρχείο, ακολουθούμενη από τους υπόλοιπους Γιανίτσαρους. Είναι ο ιστορικός χορός με τον οποίο οι γυναίκες και τα παιδιά της Νάουσας προτίμησαν να πέσουν στα αφρισμένα νερά του καταρράκτη της Αράπιτσας, παρά στα χέρια των Τούρκων τις μέρες του Μεγάλου Χαλασμού, το αιματοβαμμένο εκείνο Απρίλη του 1822. Στη συνέχεια χορεύονται και άλλοι χοροί, σύμφωνα πάντα με το πρωτόκολλο που κρατά αυστηρότατα ο αρχηγός του μπουλουκιού, όπως ο Νιζάμικος και ο Τσιάμικος, το Σαρανταπέντε, ο Μελεκές, ο Μουσταμπέικος, καθώς και η Σούδα που χορεύεται από μια Μπούλα. Όλοι οι χοροί συμβολίζουν το χαλασμό της Νάουσας και την παλικαριά της κλεφτουριάς. Σε κάθε χορό δωρίζουν όλοι οι συγγενείς του χορευτή, καθώς και πολλοί άλλοι.

Το δρομολόγιο που ακολουθεί το μπουλούκι
Αμέσως μετά τους χορούς στο Δημαρχείο, οι Γιανίτσαροι και Μπούλες κινούν με την πατινάδα «Ως πότε παλικάρια» για την πρώτη γειτονιά (μαχαλά), όπου θα γίνει η στάση για τους χορούς: Για το Τριόδι του Λάμνια. Προχωρώντας, παίρνουν χέρι όλους τους Ναουσαίους που τους ακολουθούν συνεχώς. Με την πατινάδα της «Χοντροσούγκλας ή στις Δεκατρείς του Απριλίου» θα περάσουν από τη λαϊκή αγορά για να βγουν στα «Καμένα» (Διοικητήριο). Στη συνέχεια το μπουλούκι θα προχωρήσει για τη συνοικία της Πουλιάνας. Η επόμενη στάση είναι στο τριόδι του Πόντου στην γειτονιά Μπατάνια. Γυρίζουν πίσω, βγαίνοντας πάλι στα Καμμένα, και από την οδό Βασ. Κωνσταντίνου, που τότε ήταν ο κεντρικός δρόμος, θα κατευθυνθούν προς το «Κιόσκι» (Πάρκο). Πάλι θα ακουστούν οι χοροί Παπαδιά, Νιζάμικος, Νταβέλης και ό,τι άλλο επιθυμούν τα παλικάρια. Μετά θα πάρουν το δρόμο για τον Αη Γιώργη με την πατινάδα της «Καμπάνας». Από εκεί θα βγουν στον στον Αγιομηνά, μετά στου Δανδάνη και στου Σεφερτζή και στη συνέχεια στο τριόδι του Μαγγαβέλα, δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας.

Φτάνοντας στα Αλώνια, θα βγάλουν τους προσωπάδες. Χωρίς προσωπάδες πλέον να φάνε και να πιουν κάτι από αυτά που τους έχουν κατεβάσει όλα τα γειτονικά σπίτια (σήμερα καθιερώθηκε να γίνεται τραπέζι από το Σύλλογο) . Πρέπει να σημειωθεί ότι ως τώρα έπιναν νερό με ένα ειδικό καλαμάκι και το κάπνισμα γινόταν με, επίσης, ειδικό τσιμπούκι, που χωρά μέσα από το ειδικό στόμα του προσώπου, μια και δεν ήταν δυνατό να το βγάλει όλη μέρα. Από τη στιγμή που ο Γιανίτσαρος βγάλει τον πρόσωπο στα Αλώνια, μπορεί να πάρει μέσα στο χορό και πολίτες ακόμη και να τραβήξουν αυτοί μπροστά στο χορό, πράγμα που δεν είχε το δικαίωμα να το κάνει όλη μέρα. Στη συνέχεια χωρίς πρόσωπο συνεχίζεται η πορεία του μπουλουκιού που περνάει από τον «Στραβό τον πλάτανο», το τριόδι του Λάμνια την λαϊκή αγορά και φτάνει στην πλατεία Διοικητηρίου (Καμένα) όπου εδώ παλαιότερα έβγαινε το βράδυ ο πρόσωπος. Στο τέλος αφού περάσει από την κεντρικά πλατεία Καρατάσου, καταλήγει στο τριόδι του Άτση.

Πρώτη Δευτέρα
Την επόμενη ημέρα, μετά την πρώτη Κυριακή (τη Δευτέρα), χωρίς προσωπάδες θα μαζευτούν όλοι στο σπίτι του Αρχηγού (σήμερα στα γραφεία του Ομίλου) και στη συνέχεια θα τριγυρίσουν από σπίτι σε σπίτι, χωρίς καθορισμένο δρομολόγιο, όπου θα χορέψουν και θα τραγουδήσουν τρώγοντας και πίνοντας.

Δεύτερη Κυριακή
Την επόμενη Κυριακή ακολουθείται το ίδιο πρόγραμμα με αυτό της πρώτης. Απαραίτητη το βράδυ, όταν επιστρέψουν στα σπίτια τους, είναι η Χάσκα. Ο Αρχηγός της οικογένειας, αφού δέσει ένα βρασμένο αυγό στον κλώστρη με μια μακριά κλωστή, το γυρνά σαν εκκρεμές σε όλα τα στόματα από τρεις φορές. Όλοι προσπαθούν να το πιάσουν. Πολλές φορές, για τη χάσκα, όλοι οι συγγενείς, για να περάσουν ευχάριστα, μαζεύονται σ' ένα σπίτι.

Καθαρά Δευτέρα
Την Καθαρά Δευτέρα το πρωί ξαναμαζεύονται στου αρχηγού (σήμερα στα γραφεία του Ομίλου), επισκέπτονται τα σπίτια των χορευτών που ετοιμάστηκαν να υποδεχτούν το μπουλούκι , κερνιούνται, χορεύουν και γλεντούν. Το βράδυ, μετά τον τελευταίο χορό στο κέντρο της πόλης, είναι η ώρα του χωρισμού. Εδώ, αφού όλοι οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες κάνουν ένα κύκλο, θα βάλουν τον οργανοπαίκτη στη μέση, θα τον χτυπήσουν συμβολικά με την πλατειά πλευρά της πάλας στο κεφάλι και, σηκώνοντας τον, θα φωνάξουν «Παντ' άξιος, Βαγγέλη , και του χρόνου». Στη συνέχεια, όπως είναι στον ίδιο κύκλο, θα χτυπήσουν όλοι τις πάλες στη γη, με τις μύτες, λέγοντας: «Ό,τι είπαμε και δεν είπαμε, εδώ να μείνει». Έτσι, συγχωριούνται για τυχόν μικροπαρεξηγήσεις, που δημιουργήθηκαν μεταξύ τους αυτές τις μέρες.

Κατόπιν, αφού πάρουν και πάλι χέρι από τον πιο μεγάλο μέχρι τον πιο μικρό και όσους από τους πολίτες παρευρίσκονται, φεύγουν για τα σπίτια τους. Από αυτή τη στιγμή ο ζουρνάς ξαναμπαίνει στο ντουλάπι του, για να δώσει τη σειρά του στα λαϊκά όργανα που είχαν σωπάσει για όλο αυτό το διάστημα. Μάλιστα, αν οι Ναουσαίοι ξανάκουγαν ζουρνά μετά από αυτή τη στιγμή, έσπαζαν το νταούλι. Θα τους ξαναδούμε την επόμενη Κυριακή της Ορθοδοξίας στο Σπήλαιο, και πάλι χωρίς προσωπάδες. Έρχονται εδώ με πατινάδα και στήνεται χορός και ατέλειωτο γλέντι, με κρασί γλυκά και νηστίσιμες ριζόπιτες. Έτσι κλείνει κι ο κύκλος της Ναουσαίικης Αποκριάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου